μπον βιβέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπον βιβέρ < γαλλική bon (καλός) + viveur (άνθρωπος που έχει μια ζωή γεμάτη απολαύσεις). Ως έκφραση, αγγλική bon viveur, ψευδοδάνειο από τη γαλλική bon vivant.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπον βιβέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]