μπουγιαμπέσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουγιαμπέσα οι μπουγιαμπέσες
      γενική της μπουγιαμπέσας
    αιτιατική την μπουγιαμπέσα τις μπουγιαμπέσες
     κλητική μπουγιαμπέσα μπουγιαμπέσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουγιαμπέσα < (άμεσο δάνειο) γαλλική bouillabaisse (προφορά: /bu.ja.bɛs/) +
Σκεύος με μπουγιαμπέσα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bu.ʝaˈbe.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπου‐για‐μπέ‐σα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουγιαμπέσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]