OnU?a?a oco AeeUaio
Aiaeiei?oaeo
Aciioeayoaeo
OoaoeooeeU Ooie?a?a
Ona?a?ianaiiUoea
Aon?
A?iaaeoi? o?oeie/Aioeooiaaeeuiaiie
A?i?oa?a






 
Το Ευρώ και η Ελληνική Επιχείρηση
pixel.gif (49 bytes)
pixel.gif (49 bytes)
Λουκάς Παπαδήμος (24/5/2000)

ΤO ΕΥΡΩ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ

Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος

κ. Λουκά Παπαδήμου

στη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών

24 Μαΐου 2000

  1. Η φετινή γενική συνέλευση του ΣΕΒ πραγματοποιείται ένα περίπου μήνα πριν από τη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου αναμένεται ότι θα αποφασιστεί η ένταξη της Ελλάδος στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Οι δύο επίσημες εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίες εξετάζουν και αξιολογούν την εκπλήρωση των προϋποθέσεων για την υιοθέτηση του ευρώ από την Ελλάδα, δόθηκαν στη δημοσιότητα στις 3 Μαΐου. Από τις εκθέσεις αυτές προκύπτει το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα ικανοποιεί τα απαιτούμενα κριτήρια σύγκλισης για την είσοδό της στη ζώνη του ευρώ, με βάση την εξέλιξη των σχετικών οικονομικών μεγεθών κατά τα τελευταία δύο έτη. Στις συζητήσεις που θα ακολουθήσουν σε πολιτικό επίπεδο θα δοθεί έμφαση σε θέματα σχετικά με τη διατήρηση της σύγκλισης που επιτεύχθηκε στους τομείς της νομισματικής σταθερότητας και της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και η συνέχιση της διαδικασίας που οδηγεί στην πλήρη δημοσιονομική εξυγίανση αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την επιτυχή συμμετοχή της χώρας μας στη ζώνη του ευρώ κατά τα επόμενα έτη.
  2. Με την εισαγωγή του ευρώ ως εθνικού νομίσματος το 2001, ξεκινά μια νέα εποχή για την ελληνική οικονομία γενικότερα και την ελληνική επιχείρηση ειδικότερα. Είμαι βέβαιος ότι οι προοπτικές και προκλήσεις που συνεπάγεται αυτή η νέα εποχή θα βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων της γενικής σας συνέλευσης. Θα ήθελα να αναφερθώ σ’αυτό το θέμα, ιδίως από τη σκοπιά της κεντρικής τράπεζας.
  3. Ι

  4. Το ευρώ θα επηρεάσει ευνοϊκά τις επιδόσεις των ελληνικών επιχειρήσεων με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Κατ’ αρχήν θα συνεχίσει να ασκεί θετική επίδραση στη δραστηριότητα και κερδοφορία των επιχειρήσεων, όπως έχει ήδη συμβεί τα προηγούμενα δύο ή τρία έτη ενόψει της υιοθέτησής του το 2001. Η προαπαιτούμενη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας για την είσοδό της στη νομισματική ένωση είχε ως αποτέλεσμα να διαμορφωθεί ένα περιβάλλον μακροοικονομικής σταθερότητας μετά από δύο σχεδόν δεκαετίες αστάθειας. Ο χαμηλός πληθωρισμός, η μείωση του δημόσιου ελλείμματος και χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, καθώς και η σχετική σταθερότητα της ισοτιμίας της δραχμής έναντι των νομισμάτων της ζώνης του ευρώ, έχουν συντελέσει άμεσα και έμμεσα στην ταχύτερη άνοδο της εγχώριας παραγωγής και τη βελτίωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και, συνεπώς, των προοπτικών επέκτασης των δραστηριοτήτων τους στο μέλλον. Το κόστος χρηματοδότησης και, γενικότερα, το κόστος κεφαλαίου των επιχειρήσεων έχει υποχωρήσει εντυπωσιακά κατά τα τελευταία έτη. Στην αγορά χρήματος, τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια διάρκειας τριών μηνών κυμαίνονται σήμερα σε μονοψήφιες τιμές, γύρω στο 8,5%, ενώ πριν από πέντε έτη προσέγγιζαν το 16,5%. Παράλληλα, τα μακροπρόθεσμα δραχμικά επιτόκια χρηματοδότησης των επιχειρήσεων έχουν υποχωρήσει στο 12%, δηλαδή είναι χαμηλότερα κατά 10 εκατοστιαίες μονάδες από ό,τι το 1995. Έως το τέλος του έτους τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια στην αγορά χρήματος θα συγκλίνουν προς το επίπεδο των αντίστοιχων επιτοκίων της ζώνης του ευρώ. Προβλέπεται, επομένως, ότι θα υποχωρήσουν περαιτέρω κατά 4-4,5 εκατοστιαίες μονάδες. Ανάλογη σημαντική μείωση θα σημειώσουν και τα επιτόκια τραπεζικών καταθέσεων και χορηγήσεων. Το ακριβές μέγεθος της υποχώρησης των τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων θα εξαρτηθεί, βεβαίως, από το είδος και τη διάρκεια των χορηγήσεων. Επίσης, η άντληση κεφαλαίων ύψους 4,1 τρισεκ. δρχ. (2,1 τρισεκ. δρχ. από τις μη τραπεζικές επιχειρήσεις) με ευνοϊκούς όρους από το Χρηματιστήριο Αθηνών κατά τα προηγούμενα δύο έτη κατέστη δυνατή λόγω των πρόσφορων συνθηκών που επικράτησαν και που αντανακλούσαν, σε σημαντικό βαθμό, την πτωτική τάση των επιτοκίων και τις θετικές προσδοκίες της αγοράς για την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ. Ο υψηλός βαθμός σταθερότητας που έχει επιτευχθεί πράγματι απαιτούσε στο παρελθόν την άσκηση αυστηρής νομισματικής πολιτικής, ειδικότερα τη διατήρηση υψηλών πραγματικών επιτοκίων και την ανατίμηση της δραχμής σε πραγματικούς όρους. Η αντιπληθωριστική πολιτική που ασκήθηκε πέτυχε όμως τελικά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και τα οφέλη αντανακλώνται στην κερδοφορία και τις προοπτικές των επιχειρήσεων.
  5. Η ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ αναμένεται ότι θα διασφαλίσει, σε μεγαλύτερο βαθμό, τα οφέλη που απορρέουν από τη διατήρηση συνθηκών σταθερότητας μακροπρόθεσμα. Επίσης, θα αποφέρει πρόσθετα οφέλη για την οικονομία και τις ελληνικές επιχειρήσεις. Τα οφέλη αυτά συνδέονται με τη μείωση του κόστους των εξωτερικών συναλλαγών, τον περιορισμό του συναλλαγματικού κινδύνου – την εξάλειψή του για όλες τις συναλλαγές με τις άλλες 11 χώρες που συμμετέχουν στη νομισματική ένωση – καθώς και την περαιτέρω βελτίωση των όρων και δυνατοτήτων χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.
  6. Η διασφάλιση συνθηκών νομισματικής σταθερότητας στην Ελλάδα μακροπρόθεσμα προβλέπεται ότι θα επιτευχθεί για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, επειδή ο πληθωρισμός είναι ουσιαστικά νομισματικό φαινόμενο μακροπρόθεσμα και, συνεπώς, θα προσδιορίζεται κυρίως από την κοινή ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική, η οποία θα εφαρμόζεται στη χώρα μας από την Τράπεζα της Ελλάδος, με πρωταρχικό σκοπό τη σταθερότητα των τιμών. Δεύτερον, επειδή το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης προβλέπει ότι ο κρατικός προϋπολογισμός στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει μεσοπρόθεσμα να είναι ισοσκελισμένος ή πλεονασματικός. Με αυτό τον τρόπο, το Σύμφωνο αποσκοπεί στη διατήρηση δημοσιονομικής πειθαρχίας, η οποία είναι αναγκαία για τη στήριξη της αντιπληθωριστικής νομισματικής πολιτικής. Ωστόσο, η σταθερότητα των τιμών δεν είναι δυνατόν να εξασφαλιστεί βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα σε κάθε χώρα-μέλος της ζώνης του ευρώ μόνο με την άσκηση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Η επίτευξη αυτού του στόχου, που έχει ιδιαίτερη σημασία για τις επιδόσεις των ελληνικών επιχειρήσεων μακροπρόθεσμα, απαιτεί και την άσκηση πρόσφορης εθνικής οικονομικής πολιτικής, καθώς και την εφαρμογή, από τις επιχειρήσεις και τους κοινωνικούς εταίρους, πολιτικής τιμών και αμοιβής εργασίας, η οποία να λαμβάνει υπόψη και τους περιορισμούς που θέτει η υιοθέτηση του ευρώ στη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τη σημασία της ενίσχυσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της για την αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης. Η πρόσφατη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας αποτελεί θετική εξέλιξη που θα συντελέσει στη διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλό επίπεδο και στην ομαλή ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ.
  7. Ένα προφανές όφελος από την υιοθέτηση του ευρώ είναι η εξάλειψη του κόστους μετατροπής της δραχμής στα 11 νομίσματα της ζώνης του ευρώ. Το όφελος αυτό δεν είναι αμελητέο, ιδίως για τις επιχειρήσεις που συναλλάσονται κυρίως με χώρες της ευρωζώνης, αν ληφθεί επίσης υπόψη ότι η διαφορά μεταξύ των τιμών αγοράς και πώλησης δραχμών είναι σχετικά μεγάλη λόγω του συγκριτικά περιορισμένου βάθους της αγοράς. Μεγαλύτερο όμως είναι το αναμενόμενο όφελος μακροπρόθεσμα από την εξάλειψη της αβεβαιότητας που απορρέει από τις διακυμάνσεις της ισοτιμίας της δραχμής έναντι των νομισμάτων της ζώνης του ευρώ. Οι διακυμάνσεις αυτές συνεπάγονται κόστος για τους εισαγωγείς και τους εξαγωγείς. Συνεπάγονται επίσης σημαντικό δυνητικό κόστος για τους παραγωγούς, όταν η απόδοση των επενδύσεών τους επηρεάζεται από το γεγονός ότι η ισοτιμία αποκλίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα από την τιμή η οποία κρίνεται συνεπής με τα θεμελιώδη οικονομικά δεδομένα και συνήθως αποτελεί τη βάση υπολογισμού της αναμενόμενης αποδοτικότητας των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Βεβαίως, οι επιχειρήσεις μπορούν σε πολλές περιπτώσεις να καλύπτονται στην προθεσμιακή αγορά συναλλάγματος έναντι του συναλλαγματικού κινδύνου. Το κόστος όμως της κάλυψης αυτών των κινδύνων είναι σημαντικό, ιδίως στην προθεσμιακή αγορά δραχμών η οποία έχει περιορισμένο βάθος.
  8. Ασφαλώς, με την υιοθέτηση του ευρώ, ο συναλλαγματικός κίνδυνος δεν εξαλείφεται πλήρως, αλλά περιορίζεται σημαντικά. Το 1999 οι εξαγωγές της Ελλάδος προς τις 11 χώρες της ζώνης του ευρώ αντιπροσώπευαν το 43,5% του συνόλου των εξαγωγών, ενώ οι εισαγωγές από τις χώρες αυτές κάλυπταν το 57,2% του συνόλου των εισαγωγών. Τα ποσοστά αυτά θα αυξηθούν τα επόμενα χρόνια με τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ ο συναλλαγματικός κίνδυνος περιορίζεται περαιτέρω, επειδή πολλές άλλες χώρες στην Ανατολική Ευρώπη, τη Βαλκανική και την Αφρική έχουν ήδη υιοθετήσει ή αναμένεται να υιοθετήσουν το ευρώ ως «νομισματική άγκυρα», δηλαδή ως το νόμισμα αναφοράς για τη σταθεροποίηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού τους νομίσματος. Όσον αφορά την αβεβαιότητα που συνδέεται με τις διακυμάνσεις της ισοτιμίας της δραχμής και του ευρώ έναντι του δολαρίου και του γιέν, είναι προφανές ότι η υιοθέτηση του ευρώ από την Ελλάδα δεν την εξαλείφει. Μπορεί όμως να υποστηριχθεί ότι μακροπρόθεσμα την περιορίζει σε σχέση με την αβεβαιότητα που θα αντιμετώπιζαν οι ελληνικές επιχειρήσεις αν η δραχμή δεν εντασσόταν στη ζώνη του ευρώ.
  9. Η εξέλιξη της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου και του γιέν κατά τους προηγούμενους 17 μήνες δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά για τη σταθερότητα της εξωτερικής αξίας του ενιαίου νομίσματος και τις προοπτικές ανάκαμψής της. Διάφοροι παράγοντες εξηγούν σε σημαντικό βαθμό, ιδίως εκ των υστέρων, τη σχεδόν συνεχή υποχώρηση της εξωτερικής αξίας του ευρώ. Ωστόσο, σχεδόν όλες οι στατιστικές αναλύσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το ευρώ είναι σαφώς υποτιμημένο έναντι του δολαρίου, δηλαδή σε σχέση με την τιμή (ισορροπίας) που προκύπτει με βάση τα θεμελιώδη οικονομικά δεδομένα καθώς και εκτιμήσεις για τις προοπτικές των οικονομιών των ΗΠΑ και της ζώνης του ευρώ. Προφανώς, οι αγορές υπερεκτιμούν τη σημασία ορισμένων αρνητικών χαρακτηριστικών της ευρωπαϊκής οικονομίας σε σύγκριση με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά της αμερικανικής. Αντίστροφα, υποεκτιμούν την έστω βραδεία πρόοδο που σημειώνεται στην αντιμετώπιση διαρθρωτικών αδυναμιών και στη βελτίωση της παραγωγικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και της αποδοτικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Οι εκτιμήσεις όμως των αγορών δεν μπορεί να αποκλίνουν συστηματικά από την πραγματικότητα, η οποία μεταξύ άλλων χαρακτηρίζεται από αυξημένη ανισορροπία στις τρέχουσες συναλλαγές των ΗΠΑ και της ζώνης του ευρώ καθώς και από τις μεταβαλλόμενες εγχώριες οικονομικές συνθήκες στις δύο περιοχές, συνθήκες οι οποίες αναμένεται ότι θα επηρεάσουν βαθμιαία περισσότερο την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής και τις εξελίξεις στις αγορές κεφαλαίων. Οι εξελίξεις αυτές εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν στην ανάκαμψη της εξωτερικής αξίας του ευρώ, αν και δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί ο ακριβής χρόνος.
  10. Το ευρώ θα έχει ιδιαίτερα σημαντικές επιδράσεις στην ελληνική επιχείρηση – τόσο στα αποτελέσματα όσο και στον τρόπο λειτουργίας της – λόγω των μεταβολών που θα επιφέρει στον χρηματοπιστωτικό τομέα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και της Ελλάδος. Οι επιδράσεις αυτές είναι πολύ ευρύτερες από τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης λόγω της σύγκλισης των επιτοκίων. Η εισαγωγή του ευρώ στην ενιαία ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική αγορά ήδη επηρεάζει και θα επηρεάσει ακόμη περισσότερο στο μέλλον τη διάρθρωση και ανάπτυξη της αγοράς αυτής. Η εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου στις συναλλαγές μέσα στη ζώνη του ευρώ, σε συνδυασμό με την τεχνολογική πρόοδο στην πληροφορική και τις τηλεπικοινωνίες, παρέχει τη δυνατότητα δημιουργίας πανευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανόμενης και της αγοράς για μετοχικούς τίτλους. Με το ευρώ οι ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορούν να αξιοποιήσουν καλύτερα τις εναλλακτικές δυνατότητες χρηματοδότησης που θα παρέχει η ευρύτερη και βαθύτερη πανευρωπαϊκή αγορά κεφαλαίων. Οι μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις θα έχουν αυξημένη δυνατότητα χρηματοδότησης με διάθεση εταιρικών ομολόγων και εμπορικών χρεογράφων. Παράλληλα, οι νέες και μικρές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τομείς υψηλού κινδύνου θα έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια πρόσβασης σε χρηματοδοτικούς φορείς που εξειδικεύονται στη χορήγηση κεφαλαίων υψηλού κινδύνου (venture capital). Οι εξελίξεις αυτές θα επηρεάσουν και την εγχώρια χρηματοπιστωτική αγορά, με αποτέλεσμα την περαιτέρω βελτίωση των παρεχόμενων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και τη μείωση, προς όφελος των επιχειρήσεων, του κόστους της τραπεζικής διαμεσολάβησης.
  11. Η δημιουργία πανευρωπαϊκής αγοράς κεφαλαίων και χρηματοδοτικών υπηρεσιών δεν θα επηρεάσει μόνο ευνοϊκά το κόστος και τον τρόπο χρηματοδότησης των επιχειρήσεων. Προβλέπεται ότι θα έχει έντονες και σημαντικές συνέπειες και για την κεφαλαιακή και λειτουργική διάρθρωση, καθώς και τη διαχείριση των επιχειρήσεων στη ζώνη του ευρώ. Το ενιαίο νόμισμα και η ενιαία αγορά κεφαλαίων θα συντελέσουν στην ταχύτερη ενοποίηση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών και θα ενισχύσουν τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να επιτύχουν και αξιοποιήσουν οικονομίες κλίμακος. Συνεπώς, θα εντείνουν περαιτέρω τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, ο οποίος έχει ήδη αυξηθεί σε πολλούς τομείς τα τελευταία έτη, λόγω της ταχείας ανόδου του εμπορίου και της επενδυτικής δραστηριότητας διεθνώς. Επιπλέον, ο ανταγωνισμός θα αυξηθεί περαιτέρω στη ζώνη του ευρώ και λόγω της απελευθέρωσης των αγορών τηλεπικοινωνιών και ενέργειας, αλλά και λόγω της προγραμματιζόμενης μελλοντικής διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη συμμετοχή χωρών που χαρακτηρίζονται από πολύ χαμηλότερο κόστος εργασίας αλλά και την ενσωμάτωση νέας τεχνολογίας σε ορισμένους παραγωγικούς τομείς.
  12. ΙΙ

  13. Από τα προηγούμενα προκύπτει ένα γενικό συμπέρασμα. Η υιοθέτηση του ευρώ από την Ελλάδα και η αναδιάρθρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών και του επιχειρηματικού τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που πραγματοποιείται σε σημαντικό βαθμό λόγω της επίδρασης του ευρώ, διαμορφώνουν ένα νέο οικονομικό περιβάλλον ευκαιριών και προκλήσεων για την ελληνική βιομηχανία. Ο κύριος τρόπος αντιμετώπισης αυτών των προκλήσεων, όπως γνωρίζετε, είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και της επιχείρησης. Η βελτίωση αυτή βεβαίως δεν θα είναι δυνατόν να επιδιωχθεί μελλοντικά μέσα στη ζώνη του ευρώ με τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής. Πράγματι, η σχετική σταθερότητα της ισοτιμίας της δραχμής έναντι του ECU και του ευρώ κατά τα προηγούμενα πέντε έτη συνέβαλε όχι μόνο στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού αλλά και στη βαθμιαία προσαρμογή – κατά καιρούς επώδυνη– της ελληνικής βιομηχανίας στο νέο περιβάλλον της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ. Επομένως, η αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής επιχείρησης πρέπει να επιτευχθεί με την αποτελεσματικότερη οργάνωση και διαχείριση της παραγωγής, τη βελτίωση της ποιότητας και του εύρους των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και τη σωστότερη διάθεση και προώθηση των προϊόντων στην αγορά.
  14. Το κράτος πρέπει και πρόκειται να συμβάλει στη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και στην αποτελεσματικότερη λειτουργία των αγορών. Όπως υπογράμμισα πρόσφατα στην Ετήσια Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η επίτευξη αυτών των στόχων απαιτεί σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Στις μεταρρυθμίσεις αυτές περιλαμβάνονται μέτρα ταχύτερης απελευθέρωσης των αγορών, η ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων και, γενικότερα, ο περιορισμός του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Απαιτούνται επίσης μεταρρυθμίσεις που συνεπάγονται την ενίσχυση του ρόλου του κράτους σε ορισμένους τομείς και την αποτελεσματικότερη λειτουργία του. Το κράτος έχει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην περαιτέρω βελτίωση των υποδομών, στην ουσιαστική αναβάθμιση της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης, καθώς και στην προώθηση της τεχνολογικής έρευνας. Επιπλέον, το κράτος δύναται να προσαρμόσει το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων, ώστε να προάγει τις επενδύσεις και την επιχειρηματική δραστηριότητα. Τέλος, η δημοσιονομική πολιτική, με την αναδιάρθρωση των κρατικών δαπανών και την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, μπορεί και πρέπει να ενισχύσει την τεχνολογική έρευνα, να βελτίωσει την εκπαίδευση, ιδίως των νέων για την απόκτηση δεξιοτήτων, και να επιδιώξει την παροχή κινήτρων για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Η δημοσιονομική πολιτική όμως υπόκειται σε περιορισμούς και πρέπει να επιτύχει ισορροπία μεταξύ των στόχων, αφενός, της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της αναπτυξιακής διαδικασίας και, αφετέρου, της σταθερότητας και περαιτέρω δημοσιονομικής εξυγίανσης.
  15. Συνεπώς, η ελληνική βιομηχανία και επιχείρηση έχουν την ευθύνη και δυνατότητα να επιτύχουν την απαιτούμενη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας για την αντιμετώπιση του εντεινόμενου ανταγωνισμού στη ζώνη του ευρώ αλλά και παγκοσμίως. Η επιτυχής αναδιάρθρωση της ελληνικής επιχείρησης πρέπει να περιλαμβάνει αύξηση του μεγέθους της για την επίτευξη οικονομιών κλίμακος, καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και εισαγωγή νέων, σύγχρονων μεθόδων διαχείρισης. Ακόμη, η ελληνική επιχείρηση πρέπει να επιδιώξει να αναπτυχθεί σε νέους τομείς που υπόσχονται υψηλότερες αποδόσεις μακροπρόθεσμα. Η αναγκαιότητα αυτών των προσαρμογών, που εσείς γνωρίζετε καλύτερα, συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι το κύριο πεδίο δράσης για την ελληνική επιχείρηση στο μέλλον θα είναι αναπόφευκτα ολόκληρη η ζώνη του ευρώ. Ήδη, σε άλλες χώρες που υιοθέτησαν το ευρώ πριν από ενάμισυ περίπου χρόνο πραγματοποιείται ένα δεύτερο κύμα αναδιαρθρώσεων του επιχειρηματικού τομέα μετά από το πρώτο κύμα που ακολούθησε τη δημιουργία της ενιαίας αγοράς το 1992. Κύριος στόχος αυτή τη φορά είναι η αύξηση της παραγωγικότητας και του ρυθμού αποδοτικότητας των επενδεδυμένων κεφαλαίων. Το μέγεθος της προσπάθειας που πρέπει να καταβάλουν οι ευρωπαϊκές και ελληνικές επιχειρήσεις προκειμένου να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά, ιδίως κάτω από τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται με την εισαγωγή του ευρώ και τη νέα οικονομία της τεχνολογίας και της γνώσης, προκύπτει από τη σύγκριση του μέσου ρυθμού αποδοτικότητας των επενδεδυμένων κεφαλαίων στις ΗΠΑ, τη ζώνη του ευρώ και την Ελλάδα, που σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις είναι 27%, 14% και 11% αντίστοιχα. Επομένως, και η ευρωπαϊκή και η ελληνική επιχείρηση έχουν αρκετή απόσταση να διανύσουν για να προλάβουν τους αμερικανούς πρωταθλητές της επιχειρηματικότητας. Πιστεύω όμως ότι η ελληνική βιομηχανία μπορεί να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις του αυξανόμενου ανταγωνισμού με ευνοϊκότερες προοπτικές επιτυχίας στο περιβάλλον νομισματικής σταθερότητας, επιχειρηματικών ευκαιριών και νέων χρηματοδοτικών δυνατοτήτων που συνεπάγεται η υιοθέτηση του ευρώ. Η επιτυχής αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων έχει σημασία όχι μόνο για το μέλλον των ελληνικών επιχειρήσεων αλλά και για την επίτευξη του κεντρικού στόχου της οικονομικής πολιτικής, που είναι η σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα προς το μέσο βιοτικό επίπεδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.


Βάλτε την λέξη κλειδί με βάση την οποία θέλετε να αναζητήσετε μία ομιλία ή αφήστε κενό το πεδίο για να τις δείτε όλες: