Τράπεζα της Ελλάδος
Aνακοινώσεις
Έρευνα και Δημοσιεύσεις
Στατιστικά Στοιχεία
Τραπεζογραμμάτια / Κέρματα Δραχμών
Ευρώ
Αποδεκτοί τίτλοι / Αντισυμβαλλόμενοι
Εποπτεία
Συμπληρωματική Εικόνα Εμφάνισης
Πρόσφατες Πληροφορίες
Ομιλίες
Βιβλιοθήκη
Σχέδιο Πλοήγησης
Σύνδεσμοι
Επικοινωνία
TARGET2
Ενιαίος Χώρος Πληρωμών σε Ευρώ
Επιχειρησιακή Συνέχεια
Επιτόκια / Προμήθειες Τραπεζών
Υπηρεσίες Παραπόνων Τραπεζών
Διαμεσολαβητές
Αγγλική Έκδοση
Πρόσφατα Δελτία Τύπου Πλήρης Σειρά Δελτίων Τύπου Ομιλίες Λοιπές Ανακοινώσεις
 
Η Ελλάδα στην ΟΝΕ: Προκλήσεις για την οικονομική πολιτική
pixel.gif (49 bytes)
pixel.gif (49 bytes)
Λουκάς Παπαδήμος (16/6/2000)

H Ελλάδα στην ΟΝΕ:Προκλήσεις για την οικονομική πολιτική

 

Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος

κ. Λουκά Παπαδήμου

 

στην ημερίδα με θέμα

“ΟΝΕ. Η Ελλάδα στην Ευρώπη. Η απαρχή μιας νέας πρόκλησης”

16 Ιουνίου 2000

 

  1. Η ένταξη της Ελλάδος στην ΟΝΕ, η οποία θα αποφασιστεί στη Σύνοδο Κορυφής στην Πορτογαλία την επόμενη εβδομάδα, αποτελεί πράγματι ένα γεγονός ιστορικής σημασίας για τη χώρα μας. Με την υιοθέτηση του ευρώ ως εθνικού νομίσματος από τον Ιανουάριο του 2001, ολοκληρώνεται μια μακρά περίοδος επίπονων προσπαθειών για τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και ξεκινά μια νέα εποχή, η οποία θα χαρακτηρίζεται από νέες δυνατότητες αλλά και προκλήσεις. Η νομισματική σταθερότητα και η δημοσιονομική εξυγίανση που επιτεύχθηκαν βαθμιαία τα τελευταία χρόνια επέτρεψαν την ικανοποίηση των κριτηρίων σύγκλισης και έχουν διαμορφώσει πρόσφορες συνθήκες για την ομαλή μετάβαση και συμμετοχή της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Η σημερινή όμως ημερίδα δεν αποσκοπεί στον απολογισμό και την αξιολόγηση των επιτευγμάτων της πολιτικής που ασκήθηκε, αλλά στον προβληματισμό σχετικά με τις προκλήσεις που θα αντιμετωπιστούν μετά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ.
  2. Οι προκλήσεις για την οικονομική πολιτική κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα συνδέονται με το μεταβαλλόμενο περιβάλλον μέσα στο οποίο θα λειτουργήσει η ελληνική οικονομία αλλά και με τις νέες προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής. Η αντικατάσταση της δραχμής από το ευρώ και η εφαρμογή της ενιαίας ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής στη χώρα μας αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά του νέου περιβάλλοντος, με θετικές επιδράσεις στη νομισματική σταθερότητα και στην προοπτική ταχύρρυθμης οικονομικής ανάπτυξης. Ένα άλλο όμως σημαντικό χαρακτηριστικό των οικονομικών συνθηκών είναι ο αυξανόμενος διεθνής ανταγωνισμός, που οφείλεται εν μέρει στη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας στους τομείς της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, η οποία συνεπάγεται αφενός βελτίωση της παραγωγικότητας και αφετέρου δημιουργία νέων μορφών οικονομικής δραστηριότητας. Ο ανταγωνισμός επίσης θα ενισχυθεί και εξαιτίας της προγραμματιζόμενης διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη συμμετοχή χωρών με χαμηλό εργατικό κόστος και εξειδίκευση σε προϊόντα που ανταγωνίζονται τα ελληνικά. Στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται με την υιοθέτηση του ευρώ και την ενίσχυση του ανταγωνισμού, η οικονομική πολιτική θέτει ως κύριο σκοπό την επίτευξη υψηλού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης και τη μείωση της ανεργίας, ώστε να πραγματοποιηθεί η σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου της Ελλάδος προς το μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα, προκειμένου η πραγματική σύγκλιση να είναι διατηρήσιμη, πρέπει να εδραιωθούν συνθήκες σταθερότητας στην οικονομία.
  3. Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας στην ΟΝΕ θα εξαρτηθούν από το πόσο αποτελεσματικά ο ιδιωτικός τομέας και οι οικονομικές αρχές, αφενός, θα αξιοποιήσουν τα σημαντικά πλεονεκτήματα και τις νέες δυνατότητες που συνεπάγονται το ευρώ, η ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής αγοράς και η νέα τεχνολογία και, αφετέρου, θα αντιμετωπίσουν τους περιορισμούς στην άσκηση πολιτικής και τις ανταγωνιστικές πιέσεις που δημιουργούν οι παράγοντες αυτοί. Οι προοπτικές είναι ευοίωνες, αλλά υπό ορισμένες προϋποθέσεις τις οποίες θα σκιαγραφήσω.
  4. H υιοθέτηση του ευρώ και η εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στη χώρα μας θα συντελέσουν μακροπρόθεσμα στη διατήρηση συνθηκών νομισματικής σταθερότητας. Η πρόβλεψη αυτή βασίζεται στη διαπίστωση ότι μακροπρόθεσμα ο πληθωρισμός προσδιορίζεται κυρίως από νομισματικούς παράγοντες καθώς και στο γεγονός ότι ο πρωταρχικός σκοπός της ενιαίας νομισματικής πολιτικής είναι η σταθερότητα των τιμών, η οποία θεωρείται ότι διασφαλίζεται στην πράξη όταν η αύξηση των τιμών δεν υπερβαίνει το 2% ετησίως. Επομένως, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται ότι δεν θα αποκλίνει σημαντικά και συστηματικά για μεγάλο χρονικό διάστημα από τον χαμηλό μέσο όρο που προβλέπεται ότι θα επικρατεί στη ζώνη του ευρώ. Η εξασφάλιση υψηλού βαθμού νομισματικής σταθερότητας στη χώρα μας, όπως και στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, θα προαγάγει την οικονομική ανάπτυξη και θα συντελέσει στη διατήρηση της πραγματικής αξίας των εισοδημάτων των εργαζομένων.
  5. Η ενιαία νομισματική πολιτική όμως δεν μπορεί να εξασφαλίσει από μόνη της και συνεχώς τη σταθερότητα των τιμών στην Ελλάδα. Βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα μπορούν να σημειωθούν αποκλίσεις λόγω της επίδρασης των εγχώριων οικονομικών συνθηκών, των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών των αγορών καθώς και ειδικών εξωγενών παραγόντων που ενδέχεται να επηρεάσουν ασύμμετρα τις επί μέρους χώρες της ζώνης του ευρώ. Εάν ο πληθωρισμός στην Ελλάδα υπερβαίνει αισθητά για κάποιο σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, θα επηρεαστεί δυσμενώς η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, η εγχώρια οικονομική δραστηριότητα και η απασχόληση. Πρέπει να σημειωθεί ότι, όταν στα κράτη-μέλη μιας νομισματικής ένωσης οι αγορές εργασίας και αγαθών χαρακτηρίζονται από δυσκαμψίες και η εθνική οικονομική πολιτική δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις πληθωριστικές επιπτώσεις μη νομισματικών παραγόντων, η μακροπρόθεσμη αποκατάσταση συνθηκών σταθερότητας των τιμών στην πράξη συντελείται με προσαρμογή των πραγματικών εισοδημάτων και της απασχόλησης. Προκειμένου να αποφευχθεί αυτή η ανεπιθύμητη προσαρμογή της πραγματικής οικονομίας, είναι αναγκαίο να διαμορφωθούν εγκαίρως πρόσφορες συνθήκες που να ελαχιστοποιούν ενδεχόμενες θετικές αποκλίσεις του πληθωρισμού στην Ελλάδα από το μέσο όρο στην ΟΝΕ, καθώς και τις επιπτώσεις τους στο πραγματικό εθνικό εισόδημα. Είναι σαφές ότι, μετά την ένταξη της Ελλάδος στην ΟΝΕ, πληθωριστικές πιέσεις που οφείλονται σε εγχώριους συγκυριακούς ή διαρθρωτικούς παράγοντες δεν θα είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν με διαφοροποίηση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο. Ούτε, βέβαια, θα είναι δυνατή η ανάκτηση της απωλεσθείσας ανταγωνιστικότητας με την προσαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Συνεπώς, με δεδομένη την ενιαία νομισματική πολιτική που θα εφαρμόζεται στη χώρα μας και τον υψηλό βαθμό νομισματικής σταθερότητας που θα εξασφαλίζεται μακροπρόθεσμα, η πρώτη πρόκληση για την εθνική οικονομική πολιτική θα είναι να συμβάλει αποτελεσματικά στη συγκράτηση πληθωριστικών πιέσεων που ενδέχεται να εμφανιστούν μεσοπρόθεσμα.
  6. Η ολοκλήρωση της μετάβασης από την εθνική στην ενιαία νομισματική πολιτική έως το τέλος του τρέχοντος έτους και η συνακόλουθη μεταβολή των εγχώριων νομισματικών συνθηκών το 2000 και το 2001 υποδηλώνουν ότι η πρόκληση αυτή είναι άμεση και πρέπει να αντιμετωπιστεί εγκαίρως με μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής και διαρθρωτικής προσαρμογής, τα οποία θα αποσκοπούν στη συγκράτηση του ρυθμού ανόδου της συνολικής ζήτησης, στην ενίσχυση του ανταγωνισμού και στην ταχύτερη διεύρυνση της συνολικής προσφοράς. Επιπλέον, οι κοινωνικοί εταίροι (επιχειρήσεις και εργαζόμενοι) είναι αναγκαίο να κατανοήσουν ότι, προκειμένου να διατηρηθούν και να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη από τη σταθερότητα που συνεπάγεται η υιοθέτηση του ευρώ, πρέπει η τιμολογιακή πολιτική να είναι συγκρατημένη και οι μισθολογικές διεκδικήσεις συνεπείς με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας στη ζώνη του ευρώ και την αύξηση της απασχόλησης. Διότι μόνο με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλιστεί μακροπρόθεσμα υψηλός και σταθερός ρυθμός ανόδου των επιχειρηματικών κερδών και των εισοδημάτων των εργαζομένων.
  7. Η δεύτερη και μεγάλη πρόκληση για την οικονομική πολιτική είναι η επίτευξη μόνιμα υψηλού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης που βαθμιαία θα οδηγήσει στη σύγκλιση του βιοτικού μας επιπέδου προς το μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ένταξη της Ελλάδος στην ΟΝΕ θα συντελέσει ασφαλώς στην επιτάχυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης λόγω της αναμενόμενης ευνοϊκής επίδρασης πολλών παραγόντων. Το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης της οικονομίας, με τη σύγκλιση των επιτοκίων και, γενικότερα, την προβλεπόμενη σταθερότητα των τιμών στη ζώνη του ευρώ και την ευχερέστερη πρόσβαση των επιχειρήσεων στην πανευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική αγορά, θα ενισχύσει την επενδυτική και οικονομική δραστηριότητα. Επιπλέον, η εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου στις διασυνοριακές συναλλαγές εντός της ζώνης του ευρώ, καθώς και ο μηδενισμός του κόστους μετατροπής της δραχμής στα 11 νομίσματα της ζώνης του ευρώ θα επηρεάσουν θετικά την κερδοφορία και την επενδυτική δραστηριότητα των επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά όμως, η εισαγωγή του ευρώ, η επιταχυνόμενη δημιουργία πανευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών και η τεχνολογική πρόοδος στην πληροφορική και τις τηλεπικοινωνίες εντείνουν τον ήδη οξύ ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και οδηγούν σε ουσιώδη αναδιάρθρωση του επιχειρηματικού τομέα στη ζώνη του ευρώ. Επομένως, ο επιδιωκόμενος υψηλότερος ρυθμός οικονομικής ανόδου στη χώρα μας πρέπει να επιτευχθεί σ’ένα μετασχηματιζόμενο οικονομικό τοπίο εντεινόμενου ανταγωνισμού, το οποίο αναμένεται να συντελέσει σε επιτάχυνση του μέσου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εξάλλου, ο βασικός νέος στόχος που έθεσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Λισσαβώνα τον περασμένο Δεκέμβριο είναι να επιτευχθεί και να διατηρηθεί μέσος ρυθμός ανάπτυξης 3% και να αυξηθεί το ποσοστό απασχόλησης στο 70% μέχρι το 2010. Προφανώς, η πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας απαιτεί ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης σταθερά υψηλότερους του μέσου προβλεπόμενου ρυθμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το «επικαιροποιημένο» ελληνικό πρόγραμμα σύγκλισης 1999-2002 προβλέπει τέτοιους ρυθμούς για το τρέχον και τα επόμενα δύο έτη. Η επίτευξη και η διατήρησή τους σε ολόκληρη τη δεκαετία προϋποθέτουν συντονισμένες και συνεχείς προσπάθειες σε διάφορους τομείς.
  8. Η τρίτη σημαντική πρόκληση είναι να μειωθεί η ανεργία, ιδίως των νέων, που είναι ιδιαίτερα υψηλή και συνεπάγεται σοβαρό οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Η αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης συνδέεται, αλλά όχι απόλυτα, με την αντιμετώπιση της δεύτερης, εφόσον η καταπολέμηση της ανεργίας προϋποθέτει ταχύτερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Ο περιορισμός της ανεργίας όμως απαιτεί πρόσθετα μέτρα για την αντιμετώπιση και άλλων παραγόντων που επηρεάζουν τη ζήτηση και προσφορά στην αγορά εργασίας. Η αποτελεσματικότερη λειτουργία της αγοράς εργασίας αποκτά ιδιαίτερη σημασία μετά την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις στην απασχόληση απρόβλεπτων εξωγενών παραγόντων που ενδέχεται να επηρεάσουν δυσμενώς την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, λόγω των περιορισμών που θέτει η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
  9. Μετά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ και οι τρεις βασικές οικονομικές προκλήσεις πρέπει να αντιμετωπισθούν κυρίως με μέτρα διαρθρωτικής προσαρμογής, για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή η δημοσιονομική πολιτική υπόκειται σε περιορισμούς που απορρέουν τόσο από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης όσο και από το υψηλό δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ καθώς και από το ενδεχόμενο ανάληψης υποχρεώσεων δημόσιων επιχειρήσεων και άλλων φορέων εκτός του κυβερνητικού τομέα. Δεύτερον, και ουσιαστικότερο, επειδή ο υψηλός ρυθμός διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης και η καταπολέμηση της ανεργίας, σε συνδυασμό με τη διασφάλιση συνθηκών σταθερότητας, μπορούν να επιτευχθούν όχι με μέτρα επηρεασμού της συνολικής εγχώριας ζήτησης αλλά με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, την ευελιξία και αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας, καθώς και τις συνθήκες ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Η πρόσφατη Ετήσια Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος σκιαγράφησε δέσμες διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν σε επιτάχυνση της ανάπτυξης και αύξηση της απασχόλησης μέσα από τις θετικές επιδράσεις τους στη διεθνή ανταγωνιστικότητα, τις συνθήκες ανταγωνισμού και την αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας. Συνοπτικά, η περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών, η ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων, η αναβάθμιση της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης, η προώθηση της τεχνολογικής έρευνας, η στήριξη της επιχειρηματικής δράσης και η περαιτέρω βελτίωση της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα θα συντελέσουν στην επίτευξη των στόχων της οικονομικής πολιτικής.
  10. Ειδικότερα, η λειτουργία της αγοράς εργασίας προάγεται με τόνωση και της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας αλλά και με την αποτελεσματικότερη αντιστοίχισή τους. Η επίτευξη αυτών των σκοπών δεν είναι συνώνυμη με μέτρα επώδυνα για τους εργαζόμενους, αλλά με καταλληλότερα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και "δία βίου μάθησης", με ρυθμίσεις που θα αυξάνουν την ελαστικότητα του χρόνου εργασίας λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες εργαζομένων και επιχειρήσεων, με τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των εργαζομένων και την ελάφρυνση του έμμεσου κόστους εργασίας για τις επιχειρήσεις, με την ενίσχυση της κοινωνικής υποδομής και της ισότητας ευκαιριών των δύο φύλων ώστε να αυξηθεί το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών, με τη διευκόλυνση της ένταξης των οικονομικών μεταναστών στην αγορά εργασίας και στην κοινωνία, με την αποτελεσματικότερη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης (του ΟΑΕΔ) αλλά και την προσφορά αντίστοιχων υπηρεσιών από κοινωνικούς φορείς και από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Μακροπρόθεσμα, εξάλλου, μεγαλύτερη σημασία έχει η βελτίωση της γενικής εκπαίδευσης. Στις σημερινές διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, η γενική εκπαίδευση πρέπει να αναπτύσσει στους μαθητές την ικανότητα να μαθαίνουν, δηλαδή να αποκτούν γρήγορα νέες γνώσεις και δεξιότητες, σε όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής τους ζωής. Με τον τρόπο αυτό, η γενική εκπαίδευση θα συντελέσει όχι μόνο στην αύξηση της απασχόλησης και στην οικονομική ανάπτυξη, αλλά και στην κοινωνική δικαιοσύνη, εφόσον θα συμβάλει στην ισότητα ευκαιριών όλων των εργαζομένων απέναντι στις εξελίξεις της τεχνολογίας και της οικονομίας. Η νέα οικονομία της γνώσης επιβάλλει βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης.
  11. Η αντιμετώπιση των τριών οικονομικών προκλήσεων απαιτεί, παράλληλα με την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τη συνέχιση της προσπάθειας για πλήρη δημοσιονομική εξυγίανση και, ειδικότερα, τη σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ. Με αυτόν τον τρόπο θα περιοριστεί σταδιακά η επιβάρυνση της οικονομίας και της κοινωνίας από το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, το οποίο, παρά τη μείωσή του τα τελευταία έτη, εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα υψηλό και να απορροφά μεγάλο ποσοστό των φορολογικών εσόδων. Η περαιτέρω βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας θα απελευθερώσει πόρους που θα επιτρέψουν την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μέσα από την αναδιάρθρωση των κρατικών δαπανών και την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος για τη χρηματοδότηση μέσων διαρθρωτικής προσαρμογής, την παροχή κινήτρων για την αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης, καθώς και την ορθολογικότερη και κοινωνικά δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών. Επιπλέον, η μείωση του δημόσιου χρέους και του κόστους εξυπηρέτησής του θα δημιουργήσει μεγαλύτερα περιθώρια στο μέλλον για την άσκηση σταθεροποιητικής δημοσιονομικής πολιτικής στην περίπτωση που εξωγενείς διαταράξεις ή οι φάσεις του οικονομικού κύκλου στη ζώνη του ευρώ επηρεάσουν δυσμενώς την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα. Γενικότερα, η παράλληλη υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η ολοκλήρωση της διαδικασίας δημοσιονομικής εξυγίανσης θα συνεργήσουν θετικά για την επίτευξη ταχείας και βιώσιμης πραγματικής σύγκλισης.
  12. Η επίτευξη των βασικών στόχων της οικονομικής πολιτικής τα επόμενα έτη απαιτεί την εφαρμογή μέτρων οικονομικής πολιτικής που θα μεταβάλουν τη διάρθρωση και τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας. Τα μέτρα αυτά είναι σύνθετα και η αποτελεσματικότητά τους συναρτάται σε σημαντικό βαθμό με τη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, η οποία εξακολουθεί, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε, να είναι χαμηλή, ενώ η μελλοντική εξέλιξή της προφανώς εξαρτάται και από την πρόοδο που σημειώνεται σε άλλες χώρες. Η ανταγωνιστικότητα είναι έννοια σχετική και δυναμική και γι’αυτό η βελτίωσή της δεν είναι πάντοτε εύκολη υπόθεση. Ωστόσο, δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι η επίτευξη των βασικών στόχων της οικονομικής πολιτικής διευκολύνεται με την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, παρά την απώλεια των μέσων άσκησης εθνικής νομισματικής πολιτικής. Τα προηγούμενα έτη, η εθνική νομισματική πολιτική συνέβαλε καθοριστικά στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και τη διαμόρφωση συνθηκών νομισματικής σταθερότητας. Με την επίτευξη όμως υψηλού βαθμού σταθερότητας στην ελληνική οικονομία, ο προσανατολισμός και ο χαρακτήρας της εθνικής νομισματικής πολιτικής δεν θα διέφερε σημαντικά από αυτόν της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ενώ η αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής για την επίτευξη στόχων, όπως η πραγματική σύγκλιση είναι μειωμένη μακροπρόθεσμα, ενώ η άσκησή της υπόκειται σε περιορισμούς σε μια μικρή, ανοικτή οικονομία που λειτουργεί σε περιβάλλον ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων και της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Η υιοθέτηση του ευρώ και η εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής θα θωρακίσουν σε μεγάλο βαθμό την ελληνική οικονομία από ενδεχόμενες μελλοντικές διαταράξεις που θα επηρέαζαν τη νομισματική και συναλλαγματική της σταθερότητα. Τέλος, η ένταξη της Ελλάδος στην ΟΝΕ θα ενισχύσει το ρόλο της στην ευρύτερη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία προβλέπεται ότι θα οδηγήσει σε στενότερη συνεργασία στους τομείς της εθνικής άμυνας και των διεθνών σχέσεων. Με αυτό τον τρόπο, η υιοθέτηση του ευρώ θα επενεργήσει επίσης ευνοϊκά, αν και έμμεσα, στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία της χώρας.


Βάλτε την λέξη κλειδί με βάση την οποία θέλετε να αναζητήσετε μία ομιλία ή αφήστε κενό το πεδίο για να τις δείτε όλες: