Τράπεζα της Ελλάδος
Aνακοινώσεις
Έρευνα και Δημοσιεύσεις
Στατιστικά Στοιχεία
Τραπεζογραμμάτια / Κέρματα Δραχμών
Ευρώ
Αποδεκτοί τίτλοι / Αντισυμβαλλόμενοι
Εποπτεία
Συμπληρωματική Εικόνα Εμφάνισης
Πρόσφατες Πληροφορίες
Ομιλίες
Βιβλιοθήκη
Σχέδιο Πλοήγησης
Σύνδεσμοι
Επικοινωνία
TARGET2
Ενιαίος Χώρος Πληρωμών σε Ευρώ
Επιχειρησιακή Συνέχεια
Επιτόκια / Προμήθειες Τραπεζών
Υπηρεσίες Παραπόνων Τραπεζών
Διαμεσολαβητές
Αγγλική Έκδοση
Πρόσφατα Δελτία Τύπου Πλήρης Σειρά Δελτίων Τύπου Ομιλίες Λοιπές Ανακοινώσεις
 
Ομιλία του Νικ. Χ. Γκαργκάνα, Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά την παρουσίαση της έκδοσης της Τράπεζας της Ελλάδος με τίτλο: Greece's Economic Performance and Prospects
pixel.gif (49 bytes)
pixel.gif (49 bytes)
Νικόλαος Γκαργκάνας (25/2/2002)

Ομιλία του Νικ. Χ. Γκαργκάνα,

Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος,

κατά την παρουσίαση της έκδοσης της Τράπεζας της Ελλάδος

με τίτλο: Greece’s Economic Performance and Prospects

Αθήνα, 25 Φεβρουαρίου 2002

 

Ήταν μεγάλη ικανοποίηση για μένα που συμμετείχα στην κοινή προσπάθεια της Tράπεζας της Ελλάδος και του Ιδρύματος Brookings, η οποία κατέληξε στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος το Δεκέμβριο του 2000 με θέμα τις οικονομικές επιδόσεις και προοπτικές της χώρας μας.

Το 1998 ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Λουκάς Παπαδήμος και εγώ είχαμε μια πρώτη επαφή με τον Ralph Bryant και τους συναδέλφους του στο Ίδρυμα Brookings σχετικά με την πιθανή διοργάνωση, από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Ίδρυμα Brookings, ενός συνεδρίου με θέμα την ελληνική οικονομία. Οι λόγοι για τους οποίους ένα τέτοιο συνέδριο θα ήταν χρήσιμο ήταν σαφείς. Δεν υπήρχαν ολοκληρωμένες αξιολογήσεις για τους βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, η οποία είχε εισέλθει σε μια φάση έντονου μετασχηματισμού. Στα μέσα της δεκαετίας του '90, η κυβέρνηση έθεσε ως στόχο να ενταχθεί η Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ έως τις αρχές του 2001.Βεβαίως, η κυβέρνηση δεν παρέβλεπε τις δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία υστερούσε ως προς τις μακροοικονομικές της επιδόσεις σε σχέση με άλλα υποψήφια μέλη της ζώνης του ευρώ.

Το 1998 που άρχισαν οι επαφές μας με το Ίδρυμα Brookings για το συνέδριο αυτό, η ελληνική οικονομία είχε σημειώσει αλματώδη πρόοδο και φαινόταν ρεαλιστική η προοπτική ένταξης της χώρας στη ζώνη του ευρώ στις αρχές του 2001. Ωστόσο, ήταν σαφές ότι η ένταξη δεν θα σήμαινε μόνο το τέλος μιας πορείας, αλλά ταυτόχρονα και την αρχή μιας άλλης, η οποία θα συνεπαγόταν νέες προκλήσεις. Ήταν λοιπόν επιτακτική η ανάγκη να εκτιμηθούν οι μελλοντικές προκλήσεις, ώστε η Ελλάδα όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να ευημερήσει στη ζώνη του ευρώ. Εξάλλου, ήταν φανερό ότι ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας θα παρείχε πολύτιμα διδάγματα σε άλλες χώρες που επιδιώκουν και αυτές τη σταθεροποίηση και το μετασχηματισμό των οικονομιών τους.

Ένα συνέδριο με τη συμμετοχή κορυφαίων επιστημόνων από όλο τον κόσμο θα ήταν προφανώς μια ευκαιρία για να εξεταστούν αυτά τα ζητήματα. Την τελευταία εικοσαετία, το Ίδρυμα Brookings είχε πραγματοποιήσει μια σειρά από ανάλογα συνέδρια, στα οποία εξετάστηκαν λεπτομερώς οι οικονομίες συγκεκριμένων χωρών. Λόγω λοιπόν της πείρας του σ' αυτό τον τομέα, αλλά και επειδή φημίζεται ως ίδρυμα που συγκεντρώνει επιφανείς ανεξάρτητους οικονομολόγους από όλο τον κόσμο, το Ίδρυμα Brookings ήταν ο ιδεώδης συνεργάτης της Τράπεζας στην προσπάθειά της να συγκεντρώσει μια ομάδα ειδικών για την εξέταση των προβλημάτων που θα αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία τα αμέσως προσεχή έτη.

Το συνέδριο τελικά πραγματοποιήθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος το Δεκέμβριο του 2000. Καρπός του συνεδρίου είναι ο τόμος που παρουσιάζουμε σήμερα. Σ' αυτόν φιλοξενούνται οι απόψεις κορυφαίων οικονομολόγων από όλο τον κόσμο. Ωστόσο, οι μελέτες που τώρα δημοσιεύονται δεν είναι απλή αναπαραγωγή των ανακοινώσεων που έγιναν στο συνέδριο. Από τους συγγραφείς ζητήθηκε επιπλέον να αναθεωρήσουν τις ανακοινώσεις τους και να τις συμπληρώσουν ενδεχομένως με νεότερα στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη και τα διάφορα σχόλια που έγιναν από άλλους συνέδρους. Οι αναθεωρήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια του 2001 και στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν αρκετά εκτεταμένες. Συνεπώς, η έκδοση αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας που ολοκληρώθηκε μόλις πρόσφατα.

Οι μελέτες που περιλαμβάνονται στον τόμο καλύπτουν την περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 έως σήμερα και χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: πρώτον, σε αυτές που ασχολούνται με μακροοικονομικά θέματα, όπως οι μακροοικονομικές πολιτικές, ο πληθωρισμός, η οικονομική ανάπτυξη και το ισοζύγιο πληρωμών και, δεύτερον, σε αυτές που ασχολούνται με διαρθρωτικά θέματα, όπως είναι το σύστημα συντάξεων, οι αγορές εργασίας και προϊόντων και το τραπεζικό σύστημα. Θα μου επιτρέψετε τώρα να αναφέρω συνοπτικά τις μελέτες και τους αντίστοιχους συγγραφείς.

Μετά την εναρκτήρια ομιλία του Διοικητή Λουκά Παπαδήμου, ακολουθεί μια εισαγωγή, από τον Ralph Βryant, τον Γιώργο Ταβλά και εμένα, που κατατοπίζει τον αναγνώστη σχετικά με τις αναλύσεις των θεμάτων που ακολουθούν. Στη συνέχεια, ο Γιώργος Ταβλάς και εγώ αξιολογούμε τη σχέση μεταξύ νομισματικής πολιτικής και πληθωρισμού. Στην επόμενη μελέτη, ο Βασίλης Μανεσιώτης και ο Bob Reischauer ασχολούνται με τη δημοσιονομική πολιτική και ακολουθούν οι Barry Bosworth και Τρύφων Κολλίντζας που έχουν ως θέμα την οικονομική ανάπτυξη. Οι Stephen Hall και Νίκος Ζόνζηλος εξετάζουν τον προσδιορισμό της αμοιβής εργασίας σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό, ενώ οι Σοφοκλής Μπρισίμης, Νικόλαος Μαγγίνας, Γιώργος Συμιγιάννης και Γιώργος Ταβλάς αναλύουν το μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Οι δύο επόμενες μελέτες αναπτύσσουν θέματα που αφορούν τον εξωτερικό τομέα: Ο Γιάννης Σπράος αξιολογεί την επίδραση των μεταβιβάσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση στην πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής. Ο Νίκος Τσαβέας εξετάζει το ισοζύγιο πληρωμών και την ανταγωνιστικότητα. Στη συνέχεια περνάμε σε διαρθρωτικά θέματα, αρχίζοντας με την ιδιαίτερα επίκαιρη μελέτη των Axel Borsch-Supan και Πλάτωνα Τήνιου για το σύστημα συντάξεων και τη μεταρρύθμισή του. Ακολουθεί η μελέτη του Gary Burtless για την αγορά εργασίας και κατόπιν η μελέτη του Παύλου Μυλωνά και του Γιώργου Παπακωνσταντίνου για τις αγορές προϊόντων. Ο τόμος κλείνει με τη μελέτη του Barry Eichengreen και της Heather Gibson για το τραπεζικό σύστημα. Μετά από κάθε μελέτη ακολουθούν τα σχόλια από άλλους συνέδρους.

Τι διδάγματα αποκομίσαμε λοιπόν από την εμπειρία της τελευταίας 25ετίας; Πιστεύω ότι ένα σημαντικό δίδαγμα που προκύπτει από τον τόμο αυτό είναι ότι η χαλαρή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, σε συνδυασμό με τις κανονιστικές ρυθμίσεις και τις διαρθρωτικές δυσκαμψίες, επιβραδύνουν την οικονομική ανάπτυξη και αφήνουν στο πέρασμά τους μόνο υψηλή ανεργία και υψηλό πληθωρισμό. Στην ελληνική οικονομία, η περίοδος από τα μέσα της δεκαετίας του '70, ιδίως μετά το 1979 έως το 1994, στο σύνολό της, χαρακτηρίστηκε από πολύ χαμηλό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, σχεδόν στασιμότητα, από μεγάλα ελλείμματα στον προϋπολογισμό και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και από υψηλό πληθωρισμό. Οι σοβαρές δημοσιονομικές ανισορροπίες συνεπάγονταν τη διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα να συμπιέζεται ασφυκτικά η ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα. Ο πληθωρισμός στρέβλωνε τα μηνύματα που μεταδίδουν οι σχετικές τιμές, γενικότερα μείωνε την αξία των πληροφοριών που παρέχει το σύστημα των τιμών και δημιουργούσε αβεβαιότητα. Όλα αυτά συνεπάγονταν σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Οι διαρθρωτικές δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας και προϊόντων επιδρούσαν ανασταλτικά στην άνοδο της παραγωγικότητας, υπονομεύοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα υπαγόταν σε πληθώρα κανονιστικών ρυθμίσεων, με συνέπεια τη μείωση της αποτελεσματικότητας της νομισματικής πολιτικής, την αποθάρρυνση των τοποθετήσεων σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και τον περιορισμό της αποδοτικότητας των επενδύσεων. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών ήταν ανεπαρκής, με δυσμενείς συνέπειες για την αποτελεσματικότητα του τραπεζικού συστήματος. Οι ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αποτελούσαν περιοριστικό παράγοντα για την οικονομική ανάπτυξη. Οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων καταστρατηγούντο και προκαλούσαν στρεβλώσεις. Έτσι η χώρα όχι μόνο δεν προχωρούσε στη σύγκλιση προς τις άλλες οικονομίες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, αλλά αντίθετα οπισθοδρομούσε.

Από την εμπειρία της περιόδου από το 1994 μέχρι σήμερα μπορούμε να αντλήσουμε ένα άλλο δίδαγμα: με την άσκηση πειθαρχημένης και συνεπούς νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό και με την κατάλληλη εισοδηματική πολιτική, είναι δυνατόν να παταχθεί ο πληθωρισμός, να μπουν σε μια τάξη τα δημόσια οικονομικά και να δοθεί σημαντική ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη. Ενώ επί σειρά ετών η Ελλάδα ήταν ουραγός μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης από την άποψη του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, ο ρυθμός αυτός άρχισε να επιταχύνεται από το 1994 και ήδη από το 1996 υπερβαίνει το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Η πολιτική της σκληρής δραχμής, την οποία ακολούθησε αυτά τα χρόνια η Τράπεζα της Ελλάδος, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τη διαμόρφωση των προσδοκιών, καθώς βελτίωσε την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και συνέβαλε ώστε ο πληθωρισμός να φθάσει σε χαμηλούς μονοψήφιους ρυθμούς, από τους διψήφιους που επικρατούσαν παλαιότερα. Η έντονη και ταχεία εξάλειψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μείωσε τα ασφάλιστρα κινδύνου που εμπεριέχονται στα επιτόκια. Η δημοσιονομική εξυγίανση, σε συνδυασμό με την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ, συνετέλεσε στη δραστική μείωση των επιτοκίων, δίνοντας ώθηση στην αύξηση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας.

Η συνεχής ανοδική τάση που εμφάνιζε το ποσοστό ανεργίας επί μία περίπου εικοσαετία ανακόπηκε και από το 2000 αναστράφηκε. Η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της κίνησης κεφαλαίων προσέδωσε μεγαλύτερη ευελιξία στη νομισματική πολιτική και επέτρεψε τη διάθεση αποταμιευτικών πόρων για πιο παραγωγικούς σκοπούς. Η ελληνική οικονομία αναδύθηκε από αυτές τις αλλαγές ισχυρότερη και δυναμικότερη. Μετά τα τραγικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, οι προοπτικές για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω σε σημαντικό βαθμό. Προς τα κάτω, αν και αναλογικά λιγότερο, αναθεωρήθηκαν και οι προβλέψεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Πάντως εκτιμάται ότι το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδος αυξήθηκε κατά 4% περίπου το 2001, ενώ αναμένονται ιδιαίτερα ικανοποιητικές επιδόσεις μεσοπρόθεσμα.

Μετά την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, η χώρα ακολουθεί ήδη μια νέα πορεία. Βεβαίως είναι απαραίτητο να εξακολουθήσουν να ασκούνται ορισμένες πολιτικές, όπως η πολιτική που στοχεύει στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, ιδίως προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο χρέος με ικανοποιητικό ρυθμό. Το μέλλον όμως μας επιφυλάσσει και νέες προκλήσεις. Αυτές ακριβώς τις προκλήσεις πραγματεύονται οι μελέτες που περιλαμβάνονται στον τόμο αυτό.

Πιστεύω ότι η σπουδαιότερη πρόκληση που αναδεικνύεται από τις διάφορες μελέτες αφορά την περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Ως μέλος της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης, η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζει την ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματός της. Επιπλέον, η ισοτιμία του ευρώ έναντι των άλλων νομισμάτων θα καθορίζεται αναπόφευκτα από εξελίξεις που θα σημειώνονται κυρίως εκτός Ελλάδος, δηλ. στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ ή παγκοσμίως. Χωρίς μηχανισμό αναπροσαρμογής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, στο πλαίσιο της ζώνης του ευρώ, η Ελλάδα θα πρέπει να βασιστεί σε άλλα μέσα οικονομικής πολιτικής για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Βασική προϋπόθεση για την επιτυχή συμμετοχή της χώρας στη ζώνη του ευρώ είναι να συνεχιστεί η άσκηση συνετής και ισόρροπης μακροοικονομικής πολιτικής.

Επιπλέον, ένα βασικό μήνυμα που προκύπτει από ορισμένες μελέτες είναι ότι η ελληνική οικονομία πρέπει να γίνει πιο ανοικτή, να επεκτείνει τις εξαγωγές της στους τομείς εκείνους όπου διαθέτει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, όπως στον τουρισμό, και να επιτύχει αυξημένες εισροές άμεσων επενδύσεων από το εξωτερικό. Για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, είναι απαραίτητο να γίνουν πρόσθετες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Θα αναφερθώ σε ορισμένους ειδικούς τομείς.

  1. Μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας και φορολογική μεταρρύθμιση. Τα υψηλά επίπεδα ανεργίας και ο σχετικά χαμηλός ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας οφείλονται εν μέρει στις δυσκαμψίες και τις διαρθρωτικές αδυναμίες της αγοράς εργασίας. Η κυβέρνηση έλαβε πρόσφατα κάποια μέτρα για την εξάλειψη αυτών των δυσκαμψιών και αδυναμιών. Παρ’ όλα αυτά, χρειάζονται περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, δεδομένου μάλιστα ότι η ΕΕ έχει θέσει ως μεσοπρόθεσμο στόχο τόσο τη μείωση της ανεργίας όσο και την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης (δηλ. του ποσοστού του πληθυσμού σε ηλικία απασχόλησης που όντως εργάζεται). Πρέπει να εφαρμοστούν πολιτικές για να μειωθεί το κόστος της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα -- και ιδίως στις μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε δυναμικούς, αναπτυσσόμενους, τομείς -- και για να δοθούν αυξημένα κίνητρα στις ατομικές και τις οικογενειακές επιχειρήσεις ώστε να εκπληρώνουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και να καταβάλλουν τις εισφορές τους στην κοινωνική ασφάλιση. Επιθυμητή θα ήταν και η άσκηση ενεργητικής πολιτικής στην αγορά εργασίας για τη βελτίωση της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης, έτσι ώστε να επιτευχθεί καλύτερη αντιστοίχιση μεταξύ των δεξιοτήτων και των προσφερόμενων θέσεων εργασίας. Για τη φορολογική μεταρρύθμιση υπάρχουν ποικίλες επιλογές, όπως ειδικότερα η διεύρυνση της φορολογικής βάσης ή ακόμη και η μείωση των φορολογικών συντελεστών.
  2. Αγορές προϊόντων. Εδώ και λίγο καιρό έχουν ενταθεί οι προσπάθειες για την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη σημαντικά περιθώρια περαιτέρω προόδου. Οι προσπάθειες ιδιωτικοποίησης νευραλγικών επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα πρέπει να συνεχιστούν. Με τις ιδιωτικοποιήσεις επιτυγχάνεται μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, μειώνονται οι δαπάνες για την επιδότηση ζημιογόνων επιχειρήσεων, ενώ τα έσοδα που προκύπτουν για το κράτος μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μείωση του δημόσιου χρέους. Χρειάζεται μεγαλύτερη πρόοδος στην προσπάθεια να εξαλειφθούν οι φραγμοί στην ίδρυση νέων επιχειρήσεων και να μειωθεί η επιβάρυνση που υφίστανται οι υπάρχουσες επιχειρήσεις λόγω των κανονιστικών ρυθμίσεων, έτσι ώστε να μπορέσει να ανθήσει η επιχειρηματικότητα. Θα ήταν σκόπιμο επίσης να ενισχυθούν ακόμη περισσότερο το θεσμικό πλαίσιο και ειδικότερα οι εποπτικές διαδικασίες που προάγουν την εταιρική διακυβέρνηση. Τέλος, χρειάζεται μεγαλύτερο άνοιγμα των αγορών ενέργειας, μεταφορών και τηλεπικοινωνιών, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της στρατηγικής της Λισσαβώνας που αφορούν την ολοκλήρωση της ενοποίησης των αγορών προϊόντων.
  3. Μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που απασχολούν αυτή τη στιγμή όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης είναι η ανάγκη εφαρμογής μιας φιλόδοξης και ολοκληρωμένης στρατηγικής για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού. Αποφασιστική σημασία έχει να επιτευχθεί συναίνεση σχετικά με τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, δεδομένου ότι η επικείμενη γήρανση του πληθυσμού, σε συνδυασμό με τις ανεπάρκειες του σημερινού συστήματος, θα ασκήσει έντονες πιέσεις στο ίδιο το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης και στον κρατικό προϋπολογισμό γενικότερα. Οι δυσμενείς δημογραφικές τάσεις θα επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο μετά το 2005, αλλά το γεγονός αυτό θα πρέπει να ωθήσει τις αρχές να επωφεληθούν της ευκαιρίας και να προβούν σε μεταρρυθμίσεις το ταχύτερο δυνατόν. Αν δεν γίνουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο εγγύς μέλλον, θα είναι μάλλον αναπόφευκτη μεσοπρόθεσμα η σημαντική αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, προκειμένου να καλυφθούν οι μελλοντικές δαπάνες για συντάξεις.
  4. Ο τραπεζικός τομέας. Οι μικρότερες ελληνικές τράπεζες θα βελτιώσουν σημαντικά την κερδοφορία τους αν επιτύχουν τη μεγέθυνσή τους. Οι ιδιωτικές τράπεζες τείνουν να παρουσιάζουν υψηλότερη κερδοφορία από τις κρατικές, διότι συνήθως είναι μεσαίου μεγέθους, διαχειρίζονται καλύτερα τα περιουσιακά τους στοιχεία και έχουν υψηλότερη παραγωγικότητα. Η αυξανόμενη ενοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα στη ζώνη του ευρώ είναι πιθανό να εντείνει περαιτέρω τον ανταγωνισμό και να καταστήσει αναγκαίο για τις ελληνικές τράπεζες να συμπήξουν συμμαχίες με τράπεζες άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ.

Αυτές είναι οι κυριότερες εναπομένουσες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, όπως προκύπτει από τις μελέτες που παρουσιάζονται στον τόμο αυτό. Η ελληνική οικονομία θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις, προκειμένου να επιτύχει πλήρη πραγματική σύγκλιση με τις άλλες οικονομίες της ζώνης του ευρώ. Έχει όντως αποφασιστική σημασία για την Ελλάδα να αρθεί στο ύψος των προκλήσεων αυτών, ώστε να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της και να ευημερήσει ως μέλος της ζώνης του ευρώ.



Βάλτε την λέξη κλειδί με βάση την οποία θέλετε να αναζητήσετε μία ομιλία ή αφήστε κενό το πεδίο για να τις δείτε όλες: