Τράπεζα της Ελλάδος
Aνακοινώσεις
Έρευνα και Δημοσιεύσεις
Στατιστικά Στοιχεία
Τραπεζογραμμάτια / Κέρματα Δραχμών
Ευρώ
Αποδεκτοί τίτλοι / Αντισυμβαλλόμενοι
Εποπτεία
Συμπληρωματική Εικόνα Εμφάνισης
Πρόσφατες Πληροφορίες
Ομιλίες
Βιβλιοθήκη
Σχέδιο Πλοήγησης
Σύνδεσμοι
Επικοινωνία
TARGET2
Ενιαίος Χώρος Πληρωμών σε Ευρώ
Επιχειρησιακή Συνέχεια
Επιτόκια / Προμήθειες Τραπεζών
Υπηρεσίες Παραπόνων Τραπεζών
Διαμεσολαβητές
Αγγλική Έκδοση
Πρόσφατα Δελτία Τύπου Πλήρης Σειρά Δελτίων Τύπου Ομιλίες Λοιπές Ανακοινώσεις
 
Ομιλία του Πρωθυπουργού στην εκδήλωση για τα 75 χρόνια της Τράπεζας της Ελλάδος.
pixel.gif (49 bytes)
pixel.gif (49 bytes)
Κωνσταντίνος Σημίτης. Πρωθυπουργός (3/11/2003)

Ομιλία του Πρωθυπουργού στην εκδήλωση για τα 75 χρόνια της Τράπεζας της Ελλάδος.

Εξοχότατε Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας,

Κυρίες και Κύριοι,

 Αισθάνομαι μεγάλη χαρά που βρίσκομαι μαζί σας σήμερα για να συμμετάσχω στον εορτασμό της 75ης επετείου από την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος. Στα χρόνια που μεσολάβησαν από το ξεκίνημα της Τράπεζας έγιναν ριζικές αλλαγές στη χώρα. Η πιο σημαντική τελευταία αλλαγή είναι η είσοδός μας στην Ευρωζώνη.

 Η Ελλάδα από κοινού με άλλες 11 χώρες της ευρωπαϊκής ένωσης εγκατέλειψαν τα εθνικά τους νομίσματα για να υιοθετήσουν ένα νέο, ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, και έχουν αναθέσει τη χάραξη της νομισματικής τους πολιτικής σε ένα ευρωπαϊκό ίδρυμα, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.  Μετά τη  Συνθήκη Προσχώρησης δέκα νέων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία υπογράφηκε στην Αθήνα τον Απρίλιο, το ευρώ αναμένεται να γίνει το νόμισμα και αυτών των χωρών. Το αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία μιας από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές νομισματικές ζώνες στην ιστορία της ανθρωπότητας. 

 Πολλοί σήμερα θεωρούν αυτονόητη τη συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ.  Όμως, όλοι όσοι εργαστήκαμε γι αυτό το σκοπό ξέρουμε ότι η εικόνα στο ξεκίνημα αυτής της προσπάθειας ήταν πολύ διαφορετική. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Ελλάδα ήταν σε τροχιά αποσταθεροποίησης και απόκλισης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Λίγοι μπορούσαν να υποθέσουν ότι στο τέλος της δεκαετίας η Ελλάδα θα γίνονταν μέλος της ΟΝΕ. 

 Εμείς, όμως, δείξαμε αποφασιστικότητα.  Υλοποιήσαμε ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης και, μάλιστα, χωρίς να υπονομεύσουμε την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.  Εξασφαλίσαμε τη συναίνεση όλων των πολιτών και συνδυάσαμε το πρόγραμμα εξυγίανσης με πολιτικές που στόχευαν στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, καθώς και με τη σταθερή νομισματική πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος.  Έτσι, πετύχαμε την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και των επιτοκίων, και η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος της ΟΝΕ.

 Σήμερα με αφορμή τον εορτασμό των 75 χρόνων της Τράπεζας της Ελλάδος μας δίνεται η ευκαιρία να κάνουμε έναν απολογισμό του έργου που επιτέλεσε η Τράπεζα από την ίδρυση της μέχρι σήμερα αλλά και να δούμε το ρόλο της στις νέες συνθήκες που διαμορφώνουν η συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ και οι αλλαγές στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό περιβάλλον.

 Η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1920, μια εποχή που η χώρα μας αντιμετώπιζε πολλαπλές ανάγκες: Δημοσιονομική εξυγίανση, αποκατάσταση της νομισματικής σταθερότητας και επίλυση του προβλήματος αποκατάστασης των προσφύγων. Τότε, λοιπόν, με προτροπή της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών και προκειμένου να εξασφαλιστεί ένα δάνειο από την Κοινωνία των Εθνών, αποφασίστηκε να περάσει το εκδοτικό προνόμιο από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος σε μια νέα τράπεζα που θα είχε ως αποκλειστικό αντικείμενο την άσκηση της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής. Έτσι, δημιουργήθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος το 1928 και ταυτόχρονα έγινε η σύνδεση της δραχμής με το χρυσό.

 Στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της η Τράπεζα της Ελλάδος έδρασε σε αντίξοες συνθήκες και με περιορισμένους πόρους. Παρ' όλα αυτά, ανταποκρίθηκε στις περιστάσεις της εποχής εκείνης. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, στη διάρκεια της βαθιάς κρίσης στην παγκόσμια οικονομία, η Τράπεζα συνέβαλε ώστε η δραχμή να εγκαταλείψει ομαλά τον κανόνα χρυσού. Την ίδια δεκαετία, η Τράπεζα της Ελλάδος αναδείχθηκε σε θεσμό ζωτικής σημασίας για τη διαχείριση της οικονομίας, υποβοηθώντας την προσέλκυση αποταμιεύσεων στο τραπεζικό σύστημα. 

 Τον καιρό του πολέμου, η νόμιμη Διοίκηση της Τράπεζας διέσωσε τα συναλλαγματικά διαθέσιμά της και το απόθεμα χρυσού και συνεργάστηκε με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. Με την απελευθέρωση, η Τράπεζα συνέβαλε στη σταδιακή αποκατάσταση της νομισματικής και οικονομικής σταθερότητας, μετά τον υπερπληθωρισμό που είχε ταλαιπωρήσει τη χώρα στη διάρκεια της Κατοχής. Ο πληθωρισμός μειώθηκε κατακόρυφα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄50 και η δραχμή συνδέθηκε επιτυχώς με το δολάριο για 20 περίπου χρόνια.

 Παρά την επιτυχία που σημειώθηκε στη σταθεροποίηση του νομίσματος, το πιστωτικό σύστημα της χώρας βρέθηκε αντιμέτωπο με δυσκολίες που δεν μπορούσε να τις ξεπεράσει. Ουσιαστικά, μετά τον πόλεμο το πιστωτικό σύστημα της χώρας λειτουργούσε μέσα από ένα πλέγμα αυστηρών περιορισμών που θεσμοθέτησε η Νομισματική Επιτροπή. Στόχος της Επιτροπής ήταν η κατανομή των περιορισμένων κεφαλαίων σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας. Η πολιτική αυτή υπήρξε αρχικά επιτυχής. Σύντομα, όμως, οι περιορισμοί  μετέτρεψαν το πιστωτικό σύστημα της χώρας σε εκτελεστικό όργανο των αποφάσεων της Νομισματικής Επιτροπής.

 Τις δεκαετίες του '80 και του '90 η Τράπεζα της Ελλάδος προχώρησε στη σταδιακή απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η συμμετοχή της Ελλάδος στην ΕΟΚ και η προοπτική της ενιαίας αγοράς καθιστούσαν αναγκαίο τον εκσυγχρονισμό του πιστωτικού συστήματος της χώρας. Αυτή ήταν η προϋπόθεση προκειμένου να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό των ξένων πιστωτικών ιδρυμάτων και τις συνέπειες της απελευθέρωσης της κίνησης των κεφαλαίων. Έτσι, οι τράπεζες για πρώτη φορά στη μεταπολεμική περίοδο, άρχισαν να αναλαμβάνουν και να επιτελούν το παραδοσιακό τους έργο: τη συγκέντρωση των κεφαλαίων και την κατανομή τους με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια στους πιο αποδοτικούς τομείς της οικονομίας.  

 Η απελευθέρωση του πιστωτικού συστήματος συνέπεσε και με την εφαρμογή του προγράμματος της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της πολιτικής της ''σκληρής δραχμής''. Οι πολιτικές αυτές διασφάλισαν τις προϋποθέσεις για την ομαλή ένταξη της δραχμής στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, το 1998, και στην ΟΝΕ, την 1η Ιανουαρίου 2001.

 Την ίδια περίοδο η χώρα μας ανταποκρίθηκε στη δέσμευση που ανέλαβε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και προχώρησε στην παραχώρηση πολιτικής και οικονομικής ανεξαρτησίας στη Τράπεζα της Ελλάδος. Στη χώρα μας, ο νόμος για την ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος ψηφίστηκε το Δεκέμβριο του 1997.  Βεβαίως, σε μια δημοκρατία, ανεξαρτησία δεν σημαίνει και έλλειψη λογοδοσίας. Ο δημοκρατικός έλεγχος της Τράπεζας της Ελλάδος εξασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, με την υποχρέωση της Τράπεζας να υποβάλλει, δύο φορές το χρόνο, έκθεση για τις νομισματικές εξελίξεις και τη νομισματική πολιτική στη Βουλή των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο και με την εμφάνιση του Διοικητή ενώπιον αρμόδιας επιτροπής της Βουλής προκειμένου να ενημερώσει για θέματα αρμοδιότητας της Τράπεζας.

 Αυτά τα 75 χρόνια μας δίδαξαν πολλά για το τι μπορεί και τι πρέπει να κάνει μια κεντρική τράπεζα. Πάνω απ’ όλα, μας δίδαξαν ότι η νομισματική πολιτική και η  δημοσιονομική πολιτική είναι παράγοντες αλληλένδετοι για την επίτευξη και τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και την ευημερία της χώρας. Σε μια οικονομία οι πολίτες πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη στην αξία του νομίσματος.  Στην ευρωπαϊκή οικονομία, οι ευρωπαίοι πολίτες πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητα των νομισματικών αρχών να διαφυλάσσουν τη σταθερότητα των τιμών και να προάγουν την ευημερία της Ένωσης.

 Σήμερα, η Τράπεζα της Ελλάδος συμβάλλει στην άσκηση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος, ως αναπόσπαστο μέρος του.  Ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος συμμετέχει στη χάραξη της ενιαίας νομισματικής πολιτικής.

 Μέσα στον ελληνικό χώρο, η Τράπεζα της Ελλάδος εξακολουθεί να είναι αρμόδια για την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών, αλλά και για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής. Το πιο σημαντικό, όμως, έργο της είναι η εποπτεία των τραπεζικών ιδρυμάτων και η διαφύλαξη της σταθερότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. 

 Η εμπειρία που αποκτήσαμε τα τελευταία χρόνια από την λειτουργία του χρηματοοικονομικού τομέα μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η διασύνδεση του χρηματοοικονομικού τομέα με τον πραγματικό τομέα της οικονομίας είναι ισχυρή. Όταν λοιπόν ένας κλάδος του χρηματοοικονομικού τομέα αντιμετωπίζει προβλήματα μπορεί να συμπαρασύρει όλον τον υπόλοιπο τομέα, με σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία και το ρυθμό ανάπτυξης. Για το λόγο αυτό, πέραν της εποπτείας του τραπεζικού τομέα που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος, η Κυβέρνηση ενίσχυσε τις εποπτικές αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και σχεδιάζει τη δημιουργία ανεξάρτητης αρχής για την εποπτεία των ασφαλιστικών εταιριών.   Είναι σημαντικό οι Αρχές αυτές να συνεργάζονται αρμονικά ώστε να μεγιστοποιηθεί η ικανότητα διατήρησης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος.

 Κυρίες και κύριοι,

 Μετά την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ έχει εδραιωθεί ένα σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον στη χώρα μας, που το εγγυούνται η χρηστή δημοσιονομική πολιτική της Κυβέρνησης και η αντίστοιχη συνετή εποπτική πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος και σταθερή νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. 

 Ο επόμενος στόχος της Ελλάδας είναι η επίτευξη της πραγματικής και κοινωνικής σύγκλισης. Προϋπόθεση για την πραγματική σύγκλιση είναι η επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Για το σκοπό αυτό υλοποιούμε ένα από τα μεγαλύτερα επενδυτικά προγράμματα υποδομών που γνώρισε η οικονομία μας μεταπολεμικά. Ταυτόχρονα, απελευθερώνουμε όλους τους τομείς της οικονομίας, ιδιωτικοποιούμε δημόσιες επιχειρήσεις και εκσυγχρονίζουμε το θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία των επιμέρους αγορών.  Οι λέξεις ανταγωνισμός και ανταγωνιστικότητα βρίσκονται στο καθημερινό λεξιλόγιο της πολιτικής μας.

 Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει πραγματοποιήσει σημαντικές κατακτήσεις στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα. Το βιοτικό επίπεδο του Έλληνα έχει κάνει άλματα.  Σήμερα, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας είναι ο πρώτος ή δεύτερος ψηλότερος στην Ευρώπη.  Αυτό δεν μας αρκεί. Θέλουμε να συνεχιστεί. Εργαζόμαστε σκληρά για τη  νέα μεγάλη κατάκτηση: Την επίτευξη της πραγματικής και κοινωνικής σύγκλισης.

           



Βάλτε την λέξη κλειδί με βάση την οποία θέλετε να αναζητήσετε μία ομιλία ή αφήστε κενό το πεδίο για να τις δείτε όλες: